- πλεκτάνιον
- πλεκτᾰν-ιον, τό, Dim. of foreg. 11, Eub.110.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλεκτάνιον — τὸ, Α [πλεκτάνη] (με υποκορ. σημ.) μικρό πλοκάμι τού χταποδιού, τής σουπιάς κ.λπ … Dictionary of Greek
πλεκτάνια — πλεκτάνιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)